- βουλεύματος
- βούλευμαresolutionneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… … Dictionary of Greek
αναιρεσιβάλλω — υποβάλλω στον Άρειο Πάγο αίτηση αναιρέσεως εναντίον αποφάσεως εφετείου ή ποινικού δικαστηρίου ή εναντίον βουλεύματος δικαστικού συμβουλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίρεση ( ις) + βάλλω. ΠΑΡ. αναιρεσίβλητος. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στην Εφημερίδα τής… … Dictionary of Greek
ανακόπτω — (Α ἀνακόπτω) σταματώ, αναχαιτίζω, συγκρατώ αρχ. 1. σπρώχνω προς τα πίσω, απωθώ, αποκρούω 2. (για πλοία) αλλάζω πορεία, κατεύθυνση 3. κάνω ανακοπή (π. χ. βουλεύματος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κόπτω. ΠΑΡ. ανακοπή νεοελλ. ανακοπτικός] … Dictionary of Greek
αποκατάσταση — Η επάνοδος στην αρχική θέση ή κατάσταση που βρισκόταν κανείς πρώτα. Χρησιμοποιείται επίσης και με την έννοια της ανάρρωσης. (Αρχαιολ.) Στην τέχνη, ονομάζεται α. η εργασία για την αναστήλωση αρχαίων οικοδομημάτων, για τη συμπλήρωση έργων γλυπτικής … Dictionary of Greek
κλήση — (Νομ.). Το έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί ενώπιον της δημόσιας αρχής, κυρίως ανακριτικής ή δικαστικής. Πρέπει να κοινοποιείται με αστυνομικό όργανο ή άλλον δημόσιο υπάλληλο, κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, και να… … Dictionary of Greek
ανακοπή — η 1. συγκράτηση, σταμάτημα: Έπαθε ανακοπή καρδιάς και πέθανε. 2. (νομ.), ένδικο μέσο με το οποίο παρεμποδίζεται η εκτέλεση ορισμένων δικαστικών αποφάσεων: Έκανε ανακοπή κατά του βουλεύματος που εκδόθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)